- σοφίσματος
- σόφισμαacquired skillneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Pandarée — Ne doit pas être confondu avec Pandare. Dans la mythologie grecque, Pandarée ou Pandaréos (en grec ancien Πανδάρεως / Pandáreôs) est un Crétois de Milet impliqué dans le supplice de Tantale[1]. Sommair … Wikipédia en Français
Pandaréos — Pandarée Dans la mythologie grecque, Pandarée ou Pandaréos (en grec ancien Πανδάρεως / Pandáreôs) est un Crétois de Milet impliqué dans le supplice de Tantale[1]. Sommaire 1 Mythe 2 R … Wikipédia en Français
διχοτόμηση — Η διαίρεση ενός συνόλου σε δύο νέα σύνολα, ίσα μεταξύ τους. Ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη Λογική και αναφέρεται στη διαίρεση ενός γένους σε δύο άλλα αντιφατικά είδη, που καλύπτουν όλο το εύρος της έννοιας, με αποκλεισμό κάθε τρίτου είδους … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
ούτις — οὔτις, γεν. οὔτινος και οὔτιδος, ουδ. οὔτι (Α) 1. ουδείς, κανείς («λιτᾱν δ ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) οὔτι ουδόλως, κατ ουδένα τρόπο 3. (το αρσ. με διαφορετικό τονισμό ως κύριο όν.) ὁ Οὖτις ο Κανείς, το ψεύτικο όνομα… … Dictionary of Greek
φαλακρός — ή, ό / φαλακρός, ά, όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ν αυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά») 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
ψευδαποφάσκω — Α 1. προσποιούμαι άρνηση 2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ψευδαποφάσκων, οντος ψεύτης 3. φρ. «ψευδαποφάσκων λόγος» ονομασία είδους σοφίσματος (Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ἀποφάσκω «αρνούμαι»] … Dictionary of Greek